- προσκόπτω
- ΝΜΑ [κόπτω]προσκρούω, συνήθως με τα πόδια, επάνω σε ένα αντικείμενο, σκοντάφτωνεοελλ.μτφ. συναντώ προσκόμματα, εμπόδια, αδυνατώ να προχωρήσω εξαιτίας δυσχερειών που παρεμβάλλονται στην προσπάθειά μου (α. «η επιχείρηση προσκόπτει στην ανεπάρκεια κεφαλαίων» β. «η προσπάθεια συμβιβασμού προσέκοψε στην αδιαλλαξία και τών δύο μερών»)αρχ.1. χτυπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, προσκρούω2. εμποδίζομαι («προσκόπτομεν τῷ ἀέρι», Αριστοτ.)3. (κυρίως για υγρό) ανακόπτεται η ροή μου με την πτώση και πρόσκρουσή μου πάνω σε κάτι («καὶ τοῡ θολεροῡ προσκόπτοντος ἐντὸς καὶ προσισχομένου τοῑς ἄμβωσι», Πλούτ.)4. προστρίβομαι («προσκόπτειν τῷ ἄξονι», Αριστοτ.)5. έρχομαι σε σύγκρουση με κάποιον, γίνομαι δυσάρεστος και κακός («προσέκοπτε μὲν τοῑς πολλοῑς, ἐλύπει δὲ καὶ τὸν Ἀντίοχον», Πολ.)6. προσβάλλομαι, πειράζομαι («τοὺς δὲ θεούς... προσκόψαντες τοῑς ἐνοικοῡσι», Διόδ.)7. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) βαριέμαι, κουράζομαι, μπουχτίζω («προσκόπτειν τῷ ζεῑν» — έχω βαρεθεί τη ζωή, Διόδ.)8. παθ. προσκόπτομαιδυσαρεστούμαι, αγανακτώ εναντίον κάποιου («δῆμος προσκεκομμένος αὐτῷ», Αππ.)9. φρ. «πνεῡμα προσκόπτον» — διακεκομμένη αναπνοή.
Dictionary of Greek. 2013.